εμφυσητής

εμφυσητής
ο (AM ἐμφυσητής)
νεοελλ.
ο εμπνευστής, αυτός που εμφυσά σε άλλον μια σκέψη ή ιδέα
αρχ.-μσν.
αυτός που ενεργεί ή προκαλεί εμφύσηση, διόγκωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”